- ακύματος
- ἀκύματος, -ον (Α) [κῡμα]ακύμαντος, ήρεμος, γαλήνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκύματος — ἀκύ̱ματος , ἀκύματος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκύματον — ἀκύ̱ματον , ἀκύματος masc/fem acc sg ἀκύ̱ματον , ἀκύματος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακυμάτιστος — ακυμάτιστος, η, ο και ακύματος, η, ο ο χωρίς κύματα, ο ήρεμος: Η θάλασσα τη μέρα εκείνη ήταν εντελώς ακυμάτιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκυμάτους — ἀκῡμάτους , ἀκύματος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)